ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

Η μελέτη των αρχαίων ελληνικών οργάνων – πηγές και προβλήματα[1]

Από τον 8ο αιώνα π.Χ. συναντάμε στις γραμματειακές πηγές της αρχαίας Ελλάδας (λογοτεχνία, ποίηση, ιστορία, φιλοσοφία και θεωρία της μουσικής) πληθώρα περιστασιακών, συνήθως, αναφορών σε μουσικά όργανα, που μας προσφέρουν ανεκτίμητες πληροφορίες σχετικά με τις ονομασίες, την μορφή και την χρήση τους. Περισσότερες πληροφορίες για τα μουσικά όργανα της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου αντλούμε από τους συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας (2ος – 10ος αιώνας μ.Χ.), οι οποίοι επιχειρούν να προσεγγίσουν μία εξαιρετικά απομακρυσμένη για αυτούς μουσική πραγματικότητα, παραθέτοντας στα έργα τους – συχνά άκριτα και ενίοτε με παρανοήσεις – μία πληθώρα προγενέστερων πηγών. Σε αυτή την ύστερη παράδοση ανήκουν το έργο του Αθήναιου Δειπνοσοφισταί (2ος / 3ος αιώνας μ.Χ.) και το Ὀνομαστικόν του λεξικογράφου Ιούλιου Πολυδεύκη (2ος αιώνας μ.Χ.), δύο πηγές που επανειλημμένα θα συναντήσουμε στο γλωσσάρι που ακολουθεί.[2] Πολύτιμες πληροφορίες για την χρήση και τις περιστάσεις εκτέλεσης των μουσικών οργάνων αντλούμε τέλος από  το σύνολο των αρχαίων επιγραφών που έχουν σωθεί ως τις μέρες μας.

Τα  αρχαιολογικά ευρήματα, ιδιαίτερα τα λείψανα μουσικών οργάνων, που όλο και συχνότερα έρχονται στην επιφάνεια τα τελευταία χρόνια, μας δίνουν πολλές φορές σημαντικές πληροφορίες για την μορφή, την κατασκευή και τις ακουστικές δυνατότητες των οργάνων. Η ανάπτυξη του κλάδου της μουσικής εικονογραφίας αποτέλεσε έναν εξίσου σημαντικό αρωγό στην μελέτη των μουσικών οργάνων. Μέσα από την μελέτη των εικαστικών αποδόσεων της μουσικής πράξης είμαστε πλέον σε θέση, παρά τα εγγενή προβλήματα που προκύπτουν από την φύση του υλικού, να προσεγγίσουμε βασισμένοι σε απτά στοιχεία το πρόβλημα της μορφής και της χρήσης των μουσικών οργάνων κατά την αρχαιότητα.[3]

Η συγκριτική μελέτη αυτών των διαφορετικών – σε ό,τι αφορά την φύση τους πηγών – έχει αποδώσει τα τελευταία χρόνια σημαντικά αποτελέσματα. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις η ταύτιση της μορφής των οργάνων, όπως απεικονίζεται σε εικονογραφικές πηγές, με τις γνωστές από τα κείμενα ονομασίες, αποδεικνύεται εξαιρετικά προβληματική. Στο γλωσσάριο που ακολουθεί θα συναντήσουμε περιπτώσεις οργάνων, που, ενώ μας είναι γνωστά από την εικονογραφία, δεν έχει σταθεί μέχρι σήμερα δυνατό να ταυτιστούν με κάποια από τις ονομασίες που αναφέρονται στις γραμματειακές και επιγραφικές πηγές, αλλά και το αντίθετο δηλ. ονομασίες, που παραμένουν ορφανές, καθώς δεν είναι μέχρι στιγμής εφικτό να αποδοθούν σε κανένα από τα απεικονιζόμενα στην τέχνη όργανα.

Ονομασίες οργάνων, ποιητικές και ρεαλιστικές περιγραφές της μορφής και του ηχητικού αποτελέσματος, ιστορικά στοιχεία και αναφορές στα κοινωνικά συμφραζόμενα και την πρόσληψη της μουσικής πράξης, καθώς και λείψανα μουσικών οργάνων συνδυάζονται με τις απεικονιζόμενες μορφές, τις στάσεις των μουσικών και τα οργανικά σύνολα σε σκηνές από τον μύθο και την πραγματικότητα για να αποτελέσουν τις ψηφίδες, που διαθέτει ο ερευνητής στην προσπάθειά του να συνθέσει την ελλειπτική εικόνα της μορφής και της χρήσης των μουσικών οργάνων στον αρχαίο ελληνικό μουσικό πολιτισμό.

[1] Γενικά για το θέμα βλ. Barker 1984: 1-3. West 1992: 4-8. GMO λ. GreeceIAncient 2. Source Material (Th. J. Mathiesen)

[2] Ο Αθήναιος πραγματεύεται ζητήματα που αφορούν τα μουσικά όργανα στα βιβλία Δ’ 174a-185a και ΙΔ’ 633e-638a και σποραδικά σε άλλα βιβλία των Δειπνοσοφιστών. Για μία σχολιασμένη αγγλική μετάφραση επιλεγμένων κεφαλαίων βλ. Barker 1984: 258-300, αρ. 188-196.

[3] Για την εικονογραφία ως πηγή πληροφοριών για τα μουσικά όργανα της αρχαιότητας βλ. κεφάλαιο Βουτυρά και κεφάλαιο Hagel σε αυτόν τον τόμο.

Η ταξινόμηση των μουσικών οργάνων κατά την αρχαιότητα[4]

Από την κλασική περίοδο δεν έχει φτάσει έως τις μέρες κανένα σαφώς διατυπωμένο σύστημα ταξινόμησης των μουσικών οργάνων αν και σε κείμενα της περιόδου διακρίνεται ένας σαφής ένας διαχωρισμός τους σε ἐμπνευστά (αερόφωνα) και ἐντατὰ (χορδόφωνα) [Αριστόξενος στο: Αθήν IV 174e].[5] Σε σχέση με τα δεύτερα, η εξέλιξη της τεχνικής εκτέλεσης και η εισαγωγή νέων τύπων χορδοφώνων από την Ανατολή θα οδηγήσει σταδιακά σε μία διάκριση, η οποία διαφαίνεται ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ. στις γραμματειακές πηγές, ανάμεσα στα κρουόμενα, δηλ. αυτά που παίζονταν μ堟πλήκτρον και τα ψαλλόμενα, επιψαλλόμενα ή ψαλτικά όργανα, τα επονομαζόμενα και ψαλτήρια, που παίζονταν με τα δάχτυλα.

Το ζήτημα της ταξινόμησης των μουσικών οργάνων θα τεθεί από τους Έλληνες θεωρητικούς κατά την ύστερη αρχαιότητα. Ο Νικόμαχος (Εγχ. 2) χρησιμοποιεί πρώτος τον όρο κρουστά με την σύγχρονη έννοια, στα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ., προχωρώντας σε μία διάκριση των οργάνων σε ἐντατάἐμπνευστά και κρουστά. Ωστόσο, μέχρι το τέλος της αρχαιότητας η δυαδική ταξινόμηση δεν εγκαταλείπεται. Η ταξινόμηση του Πολυδεύκη (IV 67), η οποία άσκησε σημαντική επίδραση στην θεωρητική σκέψη μέχρι και το τέλος του Μεσαίωνα, επιμένει στην διάκριση των οργάνων σε: ἐμπνεόμενα (επίσης καταπνεόμενα, ὑποπνεόμενα, ἐμφυσώμενα) στα οποία ο ήχος παράγεται με φύσημα και τα οποία περιλαμβάνουν τους αυλούς και τις σύριγγες (δηλ. με σύγχρονους όρους, τα αερόφωνα με γλωττίδα και τα αερόφωνα με ακμή) και τα κρουόμενα (επίσης πληττόμενα, ἐπιψαλλόμενα, ἔγχορδα, πρόσχορδα)στα οποία ο ήχος παράγεται με κρούση και τα οποία περιλαμβάνουν από κοινού τα χορδόφωνα, τα ιδιόφωνα και τα μεμβρανόφωνα όργανα.

[4] Γενικά για την ταξινόμηση των μουσικών οργάνων κατά την αρχαιότητα βλ. >>>>>> και τα αντίστοιχα λήμματα στο Μιχαηλίδης 19892.

[5] Ο Αριστόξενος αναφέρει επίσης τα καθαπτά όργανα, όρο που ο Μιχαηλίδης  (19892: 152 λ. καθαπτόν) θεωρεί ταυτόσημο με τον όρο κρουστά. Αντίθετα Barker (1984: 260 σημ. 8) που θεωρεί ότι ο όρος έχει μάλλον με την έννοια του νυκτού.

Τα Χορδόφωνα

Οι οργανολογικοί τύποι των αρχαίων ελληνικών χορδόφωνων οργάνων

Η κυριαρχία των χορδόφωνων οργάνων σε όλες τις εκφάνσεις του μουσικού πολιτισμού της αρχαίας Ελλάδας αποτελεί ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του. Σε όλη την διάρκεια της ιστορίας τους οι αρχαίοι Έλληνες επέδειξαν μία ιδιαίτερη προτίμηση για τα όργανα τύπου λύρας, τα οποία επινόησαν οι ίδιοι ή συχνότερα υιοθέτησαν από γειτονικούς μουσικούς πολιτισμούς σε μία αξιοσημείωτη ποικιλία μορφών. Αντίθετα, τα λαουτοειδή με βραχίονα και οι διάφοροι τύποι άρπας, παρά την εκτεταμένη διάδοσή τους στην λεκάνη της Μεσογείου από τους προϊστορικούς χρόνους, εμφανίζονται σύμφωνα με τις διαθέσιμες μαρτυρίες, σχετικά αργά στον ελλαδικό χώρο και η χρήση κατά την αρχαιότητα αποδεικνύεται συγκριτικά περιορισμένη.

(α) Οι αρχαίες ελληνικές λύρες. Βασικό στοιχείο διαφοροποίησης των διαφορετικών τύπων λύρας αποτελεί κατά πρώτο λόγο το γενικό σχήμα του Ÿἠχείου τους με βάση το οποίο διακρίνονται σε: α) λύρες με κιβωτιόσχημο ηχείο κατασκευασμένο από ξύλο σε ποικιλία μορφών  και β) λύρες με κοίλο ηχείο κατασκευασμένο παραδοσιακά από καύκαλο χελώνας. [6] Το διαφορετικό σχήμα του ηχείου συνεπάγεται και διαφορετική μορφή και κατασκευή των δύο Ÿπήχεων, που προσαρμόζονται αντικριστά στην ανώτερη πλευρά του  καθώς και του Ÿζυγού, που τους ενώνει στην κορυφή τους. Οι χορδές (Ÿχορδαί, Ÿνευραί, Ÿμίτοι), κατασκευάζονταν από έντερα ή τένοντες ζώων, λινάρι ή κάνναβη και στερεώνονταν στην βάση του ηχείου στο Ÿχορδοτόνιον (Ÿβατήρ). Περνώντας πάνω από μία μικρή γέφυρα (ŸἊντυξ, Ÿμαγάς), η οποία τις απομάκρυνε από το καπάκι του ηχείου ενώ ταυτόχρονα μετέδιδε τις δονήσεις τους στο εσωτερικό του, εκτείνονταν προς τον Ÿζυγό, όπου στερεώνονταν  σε κλειδιά χορδίσματος (Ÿκόλλαβοι ή κόλλοπες), με την στρέψη των οποίων επιτυγχάνονταν η ρύθμιση της τάσης των χορδών και η παραγωγή του επιθυμητού τονικού ύψους.

Στις αρχαίες ελληνικές λύρες οι χορδές είχαν ίσο μήκος και διαφορετικό πάχος. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές η λύρα είχε αρχικά 3 έως 4 χορδές, οι οποίες αυξήθηκαν σε επτά την εποχή του Τερπάνδρου (Αριστοτέλης Προβλ. ΧΙΧ, 32), στον οποίο άλλωστε αποδίδεται από ορισμένους συγγραφείς αυτή η σημαντική εξέλιξη. Είναι πολύ πιθανό η επτάχορδη λύρα να παρέμεινε σε χρήση έως το τέλος της αρχαιότητας. Από το β’ μισό του 5ου αιώνα π.Χ. ο αριθμός των χορδών αυξάνεται, μία εξέλιξη που συνδέεται με το νέο δεξιοτεχνικού στυλ παιξίματος, που γνωρίζει ιδιαίτερη άνθιση αυτή την εποχή.

Το ζήτημα των κλιμάκων που εκτελούνταν στους διάφορους τύπους λύρας παραμένει γενικώς αδιευκρίνιστο εξαιτίας τις ελλειπτικής και συχνά δυσερμήνευτης φύσης των σχετικών πληροφοριών.[7] Σε κάθε περίπτωση είναι γνωστό ότι οι ονομασίες των βαθμίδων των αρχαιοελληνικών κλιμάκων προέρχονταν από τις ανάλογες ονομασίες των χορδών της *κιθάρας με την ψηλότερη νότα (νήτη) να αντιστοιχεί στην χορδή που βρίσκονταν πιο κοντά στο σώμα του εκτελεστή και την χαμηλότερη (υπάτη) σε αυτή που βρίσκονταν μακρύτερα από αυτό. [8]

Είναι βέβαιο ότι για την εκτέλεση όλων των χορδόφωνων οργάνων τύπου λύρας της αρχαίας Ελλάδας χρησιμοποιούνταν σε γενικά πλαίσια παρόμοιες τεχνικές, οι οποίες βέβαια εξελίχθηκαν σταδιακά στην διάρκεια της αρχαιότητας προσεγγίζοντας ένα ιδιαίτερα περίτεχνο δεξιοτεχνικό στυλ προς το τέλος της κλασικής περιόδου.[9] Όπως είναι φυσικό, το επίπεδο της δεξιοτεχνίας εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από το είδος του οργάνου, τις ικανότητες του εκτελεστή, το είδος της μουσικής σύνθεσης, αλλά και τις ιδιαίτερες απαιτήσεις της κάθε περίστασης.  Σε γενικά πλαίσια θα πρέπει να φανταστούμε την μουσική των οργάνων τύπου λύρας ως μία μείξη ποικίλων τεχνικών, υφών και ηχοχρωμάτων, η οποία έφτανε στην ύψιστη έκφρασή της στις δεξιοτεχνικές συνθέσεις των διάσημων επαγγελματιών κιθαριστών της αρχαιότητας.

Πολλές ονομασίες μουσικών οργάνων που συναντώνται σε γραπτές πηγές πιστεύεται ότι ανήκουν σε τύπους λύρας: *Βάρβιτος, *Βάρμος, *Βάρμιτος, *Βαρύμιτον, *Βάρωμος, *Βύρτη, *Κιθάρα, *Κίθαρις, *Κινύρα, *Λύρα, *Λυροφοίνιξ, *Λυροφοινίκιον, *Νάβλας, *Πυθικόν, *Σπάδιξ, *Τρίπους, *Χέλυς, *Φόρμιγξ. Σε αυτές πρέπει να προσθέσουμε και όργανα γνωστά μόνο από εικονογραφικές πηγές για τα οποία έχουν καθιερωθεί συμβατικές ονομασίες: *Αιωρική κιθάρα, *Θρακική κιθάρα ή *Κιθάρα του Θάμυρι και *Ιταλική κιθάρα.

(β) Τα λαουτοειδή με βραχίονα[10] Μεμονωμένες εικονογραφικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν την παρουσία των λαουτοειδών οργάνων στην Κύπρο ήδη από το β’ μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ.  Ωστόσο, τα όργανα αυτού του τύπου δεν φαίνεται να διαδίδονται στην κυρίως Ελλάδα πριν από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. και καμία από τις ονομασίες που πιστεύεται ότι ανήκουν σε αυτά δεν συναντάται σε πηγές πριν από αυτή την περίοδο. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα λαουτοειδή με βραχίονα της αρχαίας Ελλάδας πατήστε εδώ.

(γ) Οι αρχαίες ελληνικές άρπες.[11] Αν εξαιρέσουμε ορισμένα περιορισμένα δείγματα οργάνων τύπου άρπας από την προϊστορική περίοδο[12] και την μεμονωμένη πιθανή αποτύπωση ενός οργάνου τύπου άρπας με γραπτή τεχνική σε ένα γεωμετρικό αγγείο στα τέλη του 8ου αι. π.Χ.,[13] τα όργανα τύπου άρπας δεν φαίνεται να διαδίδονται στον ελλαδικό χώρο πριν το β’ μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Για περισσότερες πληροφορίες για τις άρπες της αρχαίας Ελλάδας πατήστε εδώ.

Το ζήτημα της ονοματολογίας των χορδόφωνων οργάνων της αρχαιότητας

Το ζήτημα της ονοματολογίας των χορδόφωνων οργάνων και ιδιαίτερα των τύπων της λύρας κατά την αρχαιότητα αποτελεί ένα ιδιαίτερα ολισθηρό πεδίο για τους μελετητές. Πάγια πρακτική των συγγραφέων και ποιητών της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου είναι να χρησιμοποιούν τους ομηρικούς όρους, ως αρχαϊσμούς, ταυτόχρονα με νεότερες ονομασίες χωρίς καμία διάκριση που να συνδέεται με οργανολογικούς τύπους.[14]Ιδιαίτερα, στην ποίηση της κλασικής περιόδου η επιλογή του όρου που χρησιμοποιείται ως ονομασία ενός τύπου λύρας εξαρτάται συχνά το μέτρο.[15] Μοναδική εξαίρεση σε αυτή την σύγχυση των ονομασιών αποτελεί η *βάρβιτος, η οποία φαίνεται να διαδίδεται σχετικά αργά στον ελλαδικό χώρο και ως ονομασία φαίνεται να αφορά συγκεκριμένο όργανο. Από τον 4ο αιώνα π.Χ. διατυπώνεται σταδιακά ένα σύστημα ταξινόμησης που επιδιώκει την συνεπή χρήση των ονομασιών των οργάνων,[16] ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την διάκριση ανάμεσα στην *κιθάρα, την *λύρα και την *βάρβιτο, ωστόσο το σύστημα αυτό θα αγνοηθεί από την λογοτεχνία ακόμα και μετά από αυτή την περίοδο. Καθώς διάφοροι τύποι άρπας και άλλα «εξωτικά» μουσικά όργανα γίνονται όλο και πιο δημοφιλή κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, οι διακρίσεις σε ό,τι αφορά την ονοματολογία και γενικότερα την ορολογία που σχετίζεται με τα μουσικά όργανα κίνησαν το ενδιαφέρον συγγραφέων όπως ο Αθήναιος και λεξικογράφων όπως ο Ησύχιος από την Αλεξάνδρεια (πιθανόν 4ος αι. μ.Χ.) και οι συγγραφείς που εργάστηκαν στην Σούδα (10ος αι. μ.Χ.). Ωστόσο, τα όργανα στα οποία αναφέρονται αυτές οι ονομασίες είχαν εκλείψει προ πολλού και αυτές οι ύστερες πηγές, στις οποίες αναγκαστικά ανατρέχουμε, πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη (Maas / McIntosh Snyder 1989: 147).

Οι ονομασίες των χορδόφωνων οργάνων της αρχαιότητας

Ἀσιάς (ἡ) βλ. κιθάρα

Βάρβιτος (ὁ και ἡ), Βάρβιτον (τό)[17] Τύπος λύρας με ηχείο από καύκαλο χελώνας, ο οποίος συστηματικά συνδέεται στην τέχνη της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου με τον Διονυσιακό κύκλο, τον κώμο και το συμπόσιο. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την βάρβιτο πατήστε εδώ.

Βάρμος (ἡ)[18] Ονομασία οργάνου που εμφανίζεται στην ποίηση της Σαπφούς (PMG 176) και του Αλκαίου (PMG 70.4). Σύμφωνα με την μαρτυρία του ιστορικού Φίλλι του Δήλιου (Αθήν. ΙΔ’. 636c) ταυτίζεται την *βάρβιτο.[19]

Βάρμιτος (ὁ) βλ. *βάρβιτος

Βαρύμιτον (τό)[20] Ονομασία οργάνου, που σύμφωνα με τον Πολυδεύκη (IV, 59) ταυτίζεται με την *βάρβιτο. Κατά την αρχαιότητα έγινε μία προσπάθεια να ερμηνευτεί ο όρος από το βαρύς (χαμηλός) και μῖτος (χορδή) [Σχόλια στον Ευρυπίδη, Αλκ. 345 (Schwartz)], ωστόσο η ερμηνεία αυτή δεν φαίνεται να έχει ετυμολογική βάση.[21]

Βάρωμος (ὁ)[22] Ονομασία οργάνου, που σύμφωνα με τον επικό ποιητή Εφορίωνα  αναφέρεται από την Σαπφώ (Αθήν. Δ’ 182f) και δεν ταυτίζεται με την *βάρβιτο. Κάποιοι μελετητές δεν θεωρούν την πληροφορία αυτή αξιόπιστη και υποθέτουν ότι πρόκειται για μία παραφθορά της αιολικής λέξης *βάρμος (West 1992: 58 σημ. 43).

Δακτυλικόν (τό)[23] Ο Πολυδεύκης (IV, 66) αναφέρει ότι πρόκειται για μία άλλη ονομασία του οργάνου *πυθικόν. Ωστόσο, δεν φαίνεται να είναι απολύτως σίγουρος για την ταύτιση αυτή, καθώς λίγο παρακάτω (IV, 82) ταυτίζει το δακτυλικόν με είδος αυλού, μία πληροφορία με την οποία συμφωνεί ο Αθήναιος (IV, Kaibel paragraph 79 line 11 & ΙΙ,1 p. 59 l. 11).[24] Ο West (1992: 59-60) διατυπώνει την άποψη ότι η ονομασία δακτυλικόν αφορά ένα ψαλτικόόργανο, που παιζόταν αποκλειστικά με τα δάχτυλα.

Δίχορδον (τό)[25] Ονομασία χορδόφωνου οργάνου, άγνωστου τύπου, που αναφέρεται τον από τον κωμικό ποιητή Εύφρωνα [αποσπ. 1.34 Αδελφοί στο: Αθην. Book 9 Kaibel paragraph 24 line 43].

Ἑλικών (ὁ)[26] Όργανο για τον μαθηματικό υπολογισμό των μουσικών διαστημάτων, δεν χρησιμοποιήθηκε εξ’ όσων γνωρίζουμε για την παραγωγή μουσικής. Σύμφωνα με το διάγραμμα που περιλαμβάνεται στα Ἁρμονικά του Κλαύδιου Πτολεμαίου (ΙΙ, 2.1) είχε τετράγωνο εξωτερικό περίγραμμα, 4 χορδές και διαγώνια γέφυρα.

Ἐννεάχορδον (τό)[27] Ονομασία οργάνου, προφανώς με εννέα χορδές. Τίποτε δεν είναι γνωστό για την μορφή του. Φαίνεται ότι ήταν γνωστό κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. καθώς αναφέρεται από τον Φίλλι τον Δήλιο [Περί Μουσικής  στο: Αθήν. ΙΔ’, 636b] και τον Αριστόξενο [Αθήν. ΙΔ’, 182f], που επισημαίνει την ξενική του προέλευση. Φαίνεται ωστόσο να έπεσε γρήγορα στην αφάνεια, καθώς ο Απολλόδωρος (Πρὸς τὴν Ἀριστοκλέους ἘπιστολὴνἈντιγραφῇ στο: Αθήν. ΙΔ’, 636f) μας πληροφορεί ότι χρησιμοποιούνταν σπάνια στην εποχή του (2ος αιώνα π.Χ.).

Ἐπιγόνειον (τό) [28] Σύμφωνα με τον Πολυδεύκη [IV, 59] ήταν ένα όργανο με 40 χορδές,[29] που επινοήθηκε γύρω στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. από τον διάσημο κιθαρωδό Επίγονο. Το ενδιαφέρον του Επιγόνου και της σχολής του επεκτείνονταν και σε θεωρητικά ζητήματα, για την διερεύνηση των οποίων μπορεί να χρησιμοποιήθηκε αρχικά το ἐπιγόνειον, σύμφωνα όμως με πηγές της ύστερης αρχαιότητας, φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε επίσης για την εκτέλεση μουσικής. Ο ιστορικός Ιόβας μας πληροφορεί ότι στην εποχή του το ἐπιγόνειον είχε μετασχηματιστεί σε όρθιο ψαλτήριον, διατηρούσε όμως ακόμα το όνομα του ευρετή του. Η πληροφορία αυτή έχει οδηγήσει ορισμένους μελετητές να υποθέσουν ότι τουλάχιστον αρχικά το  ἐπιγόνειον ήταν ένα είδος τσίτερ.[30]

Ἑπτάγωνον (τό)[31] Χορδόφωνο όργανο, που αναφέρεται από τον Αριστοτέλη [Πολιτ. Η’, 6, 7, 1341a-b] μαζί με το *τρίγωνον και την *ἰαμβύκη ως όργανο ψυχαγωγίας. Ο West πιθανολογεί με βάση τα συμφραζόμενα ότι πρόκειται για τύπο άρπας παρατηρεί ωστόσο ότι εάν θεωρήσουμε ότι η ονομασία του οργάνου υποδηλώνει την μορφή του τότε η ταύτιση αυτή είναι προβληματική.

Ἰαμβύκη (ἡ)[32] Τον 5ο αιώνα π.Χ. ο  κωμικός ποιητής Εύπολις αναφέρει την ἰαμβύκη από τον ως ένα όργανο που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το *τρίγωνον για την συνοδεία ερωτικών τραγουδιών και λίγο αργότερα ο ιστορικός Φίλλις ο Δήλιος (Περί Μουσικής στο: Αθην. ΙΔ’, 636b) αναφέρει ότι η ἰαμβύκη ήταν ένα όργανο που χρησιμοποιούνται για την συνοδεία ἰὰμβων, από τους οποίους ονομάστηκε.[33] Δεν γνωρίζουμε τίποτε για την μορφή του οργάνου, το οποίο ο Πολυδεύκης κατατάσσει στα κρουόμενα [IV, 59].

Κανών (ὁ)[34] Όργανο για τον μαθηματικό υπολογισμό μουσικών διαστημάτων, δεν χρησιμοποιήθηκε εξ’ όσων γνωρίζουμε για την παραγωγή μουσικής. Σύμφωνα με την περιγραφή του Πορφύριου μπορούσε να έχει 8 ή 15 χορδές σε κάθε μία από τις οποίες αντιστοιχούσε μία γέφυρα ή μία διαγώνια γέφυρα κοινή για όλες τις χορδές όπως στον *ἐλικώνα.

Κιθάρα (ἡ) (λατ. cithara)[35] Η ονομασία κιθάρα, πιθανόν παράγωγο του προγενέστερου όρου *κίθαρις, συναντάται για πρώτη φορά γύρω στο 490 π.Χ. σε ένα ποίημα που αποδίδεται στον Θέογνι.  Η κιθάρα αναφέρεται σε ορισμένες περιπτώσεις ως Ἀσιάς στην γραμματεία του 5ου αιώνα π.Χ. (Ψευδο-Πλούταρχος Περί Μουσικής 1133c).[36] Η σύνδεση του οργάνου με τους επαγγελματίες μουσικούς και τον προστάτη τους Απόλλωνα, πρόσωπα τα οποία απεικονίζονται συχνά στην εικονογραφία να παίζουν έναν συγκεκριμένο τύπο λύρας με επίπεδη βάση, ο οποίος με αρκετή ασφάλεια έχει ταυτιστεί με την ονομασία. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την κιθάρα πατήστε εδώ.

Κίθαρις (ἡ) Όρος που εμφανίζεται στα έπη του Ομήρου (Ιλ. ΙΙΙ.54 & ΧΙΙΙ. 731) με την γενική έννοια της εκτέλεσης μουσικής σε ένα όργανο τύπου λύρας, χρησιμοποιείται τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις ως ονομασία οργάνου (Οδ. Α 153-154 & VIII. 248).[37]  Γενικά, ο όρος χρησιμοποιήθηκε μέχρι και το τέλος της αρχαϊκής περιόδου ως εναλλακτική ονομασία της *φόρμιγγας, της *κιθάρας και της *λύρας. Ωστόσο δεν είναι βέβαιο κατά πόσον υπήρξε πράγματι ένα όργανο με αυτή την ονομασία και ποια ήταν η μορφή του.[38]

Κινδαψός (ὁ)[39] Παράφραση πιθανόν της ονομασίας *σκινδαψός συναντάται αποκλειστικά σε πηγές της ύστερης αρχαιότητας.

Κλεψίαμβος (ὁ)[40] Σύμφωνα με τον ιστορικό Φίλλι τον Δήλιο ο κλεψίαμβος ήταν ένα όργανο που χρησιμοποιούνταν για την συνοδεία της παρακαταλογής[41] [Περί Μουσικήςστο: Αθήν. ΙΔ’, 636f), ενώ ο Αριστόξενος τον συμπεριλαμβάνει στον κατάλογο των εισαγόμενων (ἒκφυλων) όργανων [Αθήν. ΙΔ’, 182f]Από τον Απολλόδωρο μαθαίνουμε ότι στην εποχή του ο κλεψίαμβος δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος [Πρὸς τὴν Ἀριστοκλέους Ἐπιστολὴν Ἀντιγραφῇ στο: Αθήν. ΙΔ’, 636f]. Ο Πολυδεύκης τον κατατάσσει στα κρουόμεναόργανα [IV, 59].

Λύρα (ἡ) (λατ. Lyra)[42] Η ονομασία λύρα απαντά για πρώτη φορά σε ένα απόσπασμα του λυρικού ποιητή Αρχίλοχου [Fr. 93a.5 (West)], που διασώζεται στο Πάριο Χρονικό. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η ονομασία αντιστοιχεί σε έναν ιδιαίτερο τύπο λύρας με κοίλο ηχείο κατασκευασμένο από καύκαλο χελώνας και απλούς καμπυλωτούς βραχίονες με μικρή διάμετρο που ενώνονται στην κορυφή τους με έναν λεπτό ζυγό. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την λύρα πατήστε εδώ.

Λυροφοῖνιξ (ὁ), Λυροφοινίκιον (τό)[43] Ο ιστορικός Ιόβας [Αθήν. Δ’,175e) αναφέρει τον λυροφοίνικα ως Σύρων εὕρημα. Αρκετούς αιώνες αργότερα το λυροφοινίκιον εντάσσεται από τον Πολυδεύκη [IV, 59] στα κρουόμενα όργανα. Κάποιοι μελετητές ταυτίζουν τον λυροφοίνικα με τον *φοίνικα και την *σαμβύκη. Ωστόσο, δεν αποκλείεται να πρόκειται για ένα υβριδικό όργανο, για την μορφή του οποίου ωστόσο δεν είναι τίποτα γνωστό (West …………..).

Μάγαδις (ἡ)[44] Το σύνολο σχεδόν των πληροφοριών μας για τον όρο μάγαδις προέρχεται από τον Αθήναιο, ο οποίος αφιερώνει δύο εκτεταμένα χωρία στο ερώτημα: «τι είδους όργανο είναι η μάγαδις, αερόφωνο ή χορδόφωνο;» [Αθήν. Δ’ 182e-183a, ΙΔ’ 634c-637a.] Οι αναφορές αυτές οδήγησαν τους μελετητές στο συμπέρασμα ότι ο όρος μάγαδις αποτέλεσε την ονομασία ενός πολύχορδου οργάνου, πιθανόν ενός τύπου άρπας με είκοσι χορδές κουρδισμένες ανά ζεύγη σε διαστήματα ογδόης, που ηχούσαν παράλληλα ή απαντητικά κατά την εκτέλεση μία μελωδίας.[45] Τα τελευταία χρόνια ορισμένοι μελετητές αντιτείνουν ότι ο όρος μάγαδις αφορά ήδη από την αρχαϊκή περίοδο την απαντητική ή παράλληλη εκτέλεσης μίας μελωδίας σε διαστήματα ογδόης και είναι πιθανόν να μην αποτέλεσε ποτέ ονομασία οργάνου.[46] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την μάγαδι πατήστε εδώ.

Μονόχορδον (τό)[47] Όργανο με μία χορδή και κινητές γέφυρες, που χρησιμοποιήθηκε για τον μαθηματικό υπολογισμό των μουσικών διαστημάτων, Iδιαίτερα από την Σχολή του Πυθαγόρα, στον οποίο αποδίδεται και η επινόηση του. Oνομάστηκε επίσης πυθαγόρειος κανών. Ο Πολυδεύκης [IV, 60] αναφέρει ότι το μονόχορδον ήταν αραβική επινόηση,  ενώ  στην μυθολογία ως ευρετής του αναφέρεται ο Απόλλων. Ο Νικόμαχος (Εγχ. 243.14-15) μας πληροφορεί ότι το μονόχορδον ονομάζεται από πολλούς *φάνδουρος.[48] Σε μεταγενέστερες περιόδους το μονόχορδον θα πρέπει να χρησιμοποιήθηκε επίσης για την εκτέλεση μουσικής, καθώς ο Πτολεμαίος (Αρμ. 2.12) αναλύει τα μειονεκτήματά του ως μουσικό όργανο, που προκύπτουν από το γεγονός ότι οι νότες και τα μουσικά διαστήματα δημιουργούνταν κατά την εκτέλεση με την χρήση μίας και μόνο κινητής γέφυρας (Mathiesen 1999: 457).

Νάβλας (ὁ) & Νάβλα (ἡ) (λατ. nabliumnablumnabla). Τύπος λύρας με ιδιότυπα χαρακτηριστικά. Η ταύτιση ονομασίας και μορφής του οργάνου έγινε δυνατή χάρη στην ανακάλυψη μίας ρωμαϊκής επιτύμβιας στήλης με παράσταση νάβλας το 1994 στο Δίον της Πιερίας.[49] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την νάβλα πατήστε εδώ.

Πανδούρα (ἡ), Πανδουρίς (ἡ), Πάνδουρος (ὁ) (λατ. pandura)[50] Πιθανή νομασία ενός τουλάχιστον από τους τύπους των λαουτοειδών με βραχίονα που συναντάμε στην εικονογραφία της περιόδου.[51] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την μάγαδι πατήστε εδώ.

Παρίαμβος (ὁ)[52] Όργανο άγνωστου τύπου, αναφέρεται από τον Πολυδεύκη (IV, 59) ως κρουόμενο όργανο.

Πεντάχορδον (τό)[53] Αναφέρεται από τον Πολυδεύκη (IV. 60) ως ένα όργανο σκυθικής προέλευσης, που κρέμονταν με λουριά από ακατέργαστο δέρμα βοδιού και παίζονταν με πλήκτρα από χηλές αιγών.

Πῆκτις (ἡ) & Πηκτίς (ἡ)[54] Πιθανή ονομασία ενός χορδόφωνου οργάνου τύπου άρπας (Maas / McIntosh Snyder 1989: 40). Δυστυχώς οι πληροφορίες που διαθέτουμε δεν επαρκούν για την ταύτιση του με έναν από τους τύπους που αποδίδονται στις εικονογραφικές πηγές.[55] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την πηκτίδα πατήστε εδώ.

Πήληξ (ὁ).[56] Ψαλτικό όργανο, που αναφέρεται από τον Πολυδεύκη (IV, 61). Η συνήθης έννοια του όρου είναι ο λόφος της περικεφαλαίας, γεγονός που οδήγησε τον West διατυπώσει την υπόθεση ότι λόγω ομοιότητας είναι πιθανόν η ονομασία πήληξ να αφορά τον τύπο της άρπας με τοξοειδές ηχείο και διακόσμηση με κωνικές διαμορφώσεις στην εξωτερική του ακμή.

Πυθικόν (τό)[57] Κατά τον Πολυδεύκη [IV, 66] όργανο τύπου λύρας, που χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την ψιλή κιθάριση.

Σαμβύκη (ἡ) & σάμβυξ (ὁ) (λατ. sambuca).[58] Σύμφωνα με την περιγραφή του Πολύβιου για την ομώνυμη πολιορκητική μηχανή η σαμβύκη έχει ταυτιστεί με τύπο ανοιχτής άρπας. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την σαμβύκη πατήστε εδώ.

Σιμικόν (τό) και Σιμίκιον (τό)[59] Σύμφωνα με τον Πολυδεύκη (IV, 59) ψαλτικό όργανο με τριανταπέντε χορδές. Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των χορδών και την σύνδεση της ονομασίας του οργάνου με τον θεωρητικό του 5ου αιώνα π.Χ. Σίμο ορισμένοι μελετητές υποθέτουν ότι το σιμικόν ήταν ένα είδος τσίτερ, που παιζόταν σε οριζόντια θέση και πιθανόν χρησιμοποιήθηκε για τον μαθηματικό υπολογισμό των μουσικών διαστημάτων.[60]

Σκινδαψός (ὁ)[61] Οι πληροφορίες για τον σκινδαψό προέρχονται ως επί το πλείστον από τον Αθήναιο, που ανατρέχει σε πηγές του 4ου / 3ου αιώνα π.Χ.,[62] στις οποίες συνήθως αναφέρεται μαζί με πολύχορδα όργανα, όπως η *πηκτίς και η *μάγαδις, ως ξενικό (ἔκφυλο) όργανο [Αριστόξενος στο: Αθήν. Δ’ 182f].  Ο ιστορικός Μεγασθένης (απόσπ. 38b) μας πληροφορεί ότι το όργανο προέρχεται από την Ινδία.[63] Αντικρουόμενες είναι οι απόψεις που εκφράζονται στην διεθνή βιβλιογραφία για τον τύπο του οργάνου. Ο Θεόπομπος ο Κολοφώνιος [Αρμάτιον στο: Αθήν. Δ’ 183a] αναφέρει ότι ο σκινδαψός ήταν όμοιος με λύρα και κατασκευάζονταν από ξύλο ιτιάς ή οξιάς, ενώ ο Μάτρων [Αθήν. IV. 183a] μας πληροφορεί ότι είχε τέσσερις χορδές. Το συμπέρασμα ότι ο σκινδαψός ήταν μία τετράχορδη λύρα φαίνεται σχεδόν αυτονόητο, ωστόσο, ορισμένοι μελετητές αντιτείνουν ότι  ο αριθμός των χορδών είναι ασυνήθιστα μικρός για μία λύρα αυτής της περιόδου και προτείνουν την ταύτιση της ονομασίας με κάποιο από τους τύπους των λαουτοειδών με βραχίονα, τα οποία εμφανίζονται στην αττική αγγειογραφία την ίδια περίοδο.[64] Σε κάθε περίπτωση το όργανο φαίνεται ότι γνώρισε περιορισμένη διάδοση.

Σπάδιξ    (ὁ)[65] Σύμφωνα με τον Πολυδεύκη (IV, 59) κρουόμενον όργανο. Αναφέρεται από συγγραφείς της ρωμαϊκής περιόδου.[66]

Τρίγωνον (τό) & Τρίγωνος (ὁ)[67] Η ονομασία ταυτίζεται με σχετική βεβαιότητα με κάποιο είδος κλειστής τριγωνικής άρπας. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το τρίγωνον πατήστε εδώ.

Τρίπους (ὁ)[68] Μία curiosité της αρχαίας ελληνικής μουσική ο τρίπους επινοήθηκε κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. από τον Πυθαγόρα τον Ζακύνθιο. Σύμφωνα με την περιγραφή του Αρτέμωνα (Αθην. IΔ’ 637b), ο τρίπους έμοιαζε με έναν δελφικό τρίποδα ανάμεσα στα πόδια του οποίου προσαρμόζονταν σε ανάποδη θέση τρεις κιθάρες, που η κάθε μία ήταν κουρδισμένη σε διαφορετική αρμονία (δωρική, φρυγική και λυδική). Τα ηχεία των τριών οργάνων ακουμπούσαν στον λέβητα, που ήταν τοποθετημένος στην κορυφή του δελφικού τρίποδα, ο οποίος λειτουργούσε ως πρόσθετος ενισχυτής του ήχου. Κατά την εκτέλεση ο Πυθαγόρας περιέστρεφε με δεξιοτεχνία την βάση του οργάνου, έτσι ώστε να  έχει την δυνατότητα να μεταβάλλει την αρμονία της μουσικής χωρίς να διακόπτει την εκτέλεση για να κουρδίσει. Η επινόηση και η τέχνη του Πυθαγόρα θαυμάστηκε πολύ στην εποχή του ωστόσο μετά το θάνατο του το όργανο έπεσε σε αχρηστία.

Τρίχορδον (τό) ή τρίχορδος (ὁ)[69] Ο όρος τρίχορδον συναντάται τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις ως ονομασία μουσικού οργάνου. Στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. ονομάζεται ανάμεσα στα προϊόντα του Λυροποιού του κωμικού ποιητή Αναξίλα (Αθήν. Δ’ 183b), ενώ τον 2ο αι. μ.Χ. ο Πολυδεύκης αναφέρει ότι πρόκειται για την ελληνική ονομασία της *πανδούρας.  Με βάση αυτή την μαρτυρία και τον μικρό αριθμό των χορδών η ονομασία τρίχορδον ταυτίζεται με αρκετά μεγάλη βεβαιότητα με ένα τύπο λαουτοειδούς με βραχίονα από αυτούς που αποδίδονται στην αρχαία ελληνική τέχνη (West 1992: 80).

Φάνδουρος (ὁ) βλ. *μονόχορδον και *πανδούρα

Φοινίκιον (τό)[70] Στα Ψευδο-αριστοτελικά Προβλήματα (ΧΙΧ.14) αναφέρεται ότι το φοινίκιον ήταν ένα όργανο στο οποίο εφαρμόζονταν η τεχνική της παράλληλης ή απαντητικής εκτέλεση σε διαστήματα ογδόης. Δυστυχώς καμμία άλλη πληροφορία δεν υπάρχει για την μορφή και τον χαρακτήρα του. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι ο όρος είναι υποκοριστικό της ονομασίας *φοῖνιξ και αναφέρεται στο ίδιο όργανο.

Φοῖνιξ (ὁ)[71] Όργανο με μακραίωνη ιστορία στον ελλαδικό χώρο ο φοῖνιξ αναφέρεται για πρώτη φορά σε ένα απόσπασμα του λυρικού ποιητή Αλκαίου [Alc. p. 507 Voigt = fr. 424 Campbell]. Σε αρχαίες πηγές η ονομασία του συνδέεται με την προέλευση του από την Φοινίκη,[72] ωστόσο σε μία προσπάθεια εξελληνισμού του οργάνου (Barker 1984: 192 σημ. 12) ο ποιητής Σήμος ο Δήλιος [Δηλιάς στο: Αθήν. ΙΔ’ 637b)] υποστηρίζει ότι η ονομασία του οργάνου σχετίζεται με την κατασκευή των Ÿπήχεών του από το ξύλο φοινικιάς της Δήλου. Αντίθετα, ο Ηρόδοτος (IV.192) μας πληροφορεί ότι οι  πήχεις του φοίνικα κατασκευάζονταν από τα κέρατα λυδικής αντιλόπης, υποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο την Καρχηδόνα ως τόπο κατασκευής. Από την άλλη μεριά ο Νικομήδης [Περί Ορφέους (Αθήν. ΙΔ’ 637b)] συνδέει τον φοίνικα με τους Θράκες, οι οποίοι συνήθιζαν να τον χρησιμοποιούν ως όργανο ψυχαγωγίας στα συμπόσια. Ορισμένοι μελετητές ταυτίζουν τον φοίνικα με το φοινίκιον και βασιζόμενοι στην πληροφορία ότι στο δεύτερο συνηθίζονταν η εκτέλεση μελωδιών σε διαστήματα οκτάβας θεωρούν ότι η ονομασία φοίνιξ θα πρέπει να αναφέρεται σε έναν τύπο άρπας. Ωστόσο, οι αναφορές των αρχαίων πηγών στους πήχεις του οργάνου υποδεικνύουν ότι ο φοίνιξ θα μπορούσε επίσης να ταυτιστεί με τύπο λύρας.

Φόρμιγξ (ἡ)[73] Η φόρμιγξ αποτελεί το μοναδικό χορδόφωνο όργανο που αναφέρεται στα ομηρικά έπη, σε μία πληθώρα ιδιωτικών και δημόσιων περιστάσεων, για την συνοδεία λατρευτικών πράξεων και του τελετουργικού τραγουδιού όπως ο Παιάνας, ο Θρήνος, ο Υμέναιος και ο Λίνος. Στην διεθνή βιβλιογραφία συνηθίζεται να αποδίδεται η ονομασία φόρμιγξ στον μοναδικό τύπο χορδόφωνου οργάνου που συναντάμε καθ’ όλη την μακριά περίοδο διαμόρφωσης των επών, την λύρα με κιβωτιόσχημο μηνοειδές ή ημικυκλικό Ÿηχείο. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την φόρμιγγα πατήστε εδώ.

Χέλυς (ἡ)[74] Ποιητική ονομασία της *λύρας (όπως και η λέξη χελύννα που επίσης σημαίνει χελώνα) αναφέρεται από τον Πολυδεύκη (IV, 59).

Χορδόφωνα γνωστά μόνο από εικονογραφικές πηγές (συμβατικές ονομασίες)

«Αιωρική κιθάρα»[75] Καθώς η *φόρμιγξ εξαφανίζεται από την εικονογραφία για ένα χρονικό διάστημα ένας νέος τύπος λύρας με κιβωτιόσχημο ηχείο με καμπύλη βάση εμφανίζεται στην αγγειογραφία σε νέα εικονογραφικά συμφραζόμενα. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την «αιωρική κιθάρα» πατήστε εδώ.

«Κιθάρα του Θάμυρι» ή «Θρακική κιθάρα» Τύπος λύρας με κιβωτιόσχημο ηχείο, που εμφανίζεται σε μικρό αριθμό αγγειογραφιών από τον 5ο αιώνα π.Χ. και συνδέεται στην εικονογραφία κυρίως Θράκες μουσικούς, τον Ορφέα ή τον Θάμυρι.[76] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την «θρακική κιθάρα» πατήστε εδώ.

«Ιταλική κιθάρα».[77] Η συμβατική αυτή ονομασία αφορά έναν μεταγενέστερο τύπο που απεικονίζεται μετά το 360 π.Χ. στην αγγειογραφία της Κάτω Ιταλίας και αργότερα στην ρωμαϊκή τέχνη. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιταλική κιθάρα πατήστε εδώ.

[6] GMO, λ. Lyre (Klaus Wachsmann κ.α.). Τα όργανα του πρώτου τύπου ονομάζονται συχνά στην διεθνή βιβλιογραφία γενικά κιθάρες, ενώ του δεύτερου λύρες.

[7] Για αυτό το θέμα βλ. και κεφάλαιο Hagel σε αυτό τον τόμο.

[8] Ο Sachs 1924 τάχθηκε υπέρ του πεντατονικού χωρίς ημιτόνια κουρδίσματος. Η θεωρία του έγινε ευνοϊκά δεκτή από πολλούς μελετητές και άσκησε σημαντική επιρροή στον επιστημονικό κόσμο. Ο Winnington-Ingram 1956 εκφράζει τις επιφυλάξεις του.

[9] Για τις τεχνικές εκτέλεσης των οργάνων τύπου λύρας βλ. κείμενο Hagel σε αυτό τον τόμο.

[10] Για τα λαουτοειδή της αρχαίας Ελλάδας και την εικονογραφία τους βλ. γενικά Higgins / Winnington Ingram 1965: 62-71. Maas / McIntosh Snyder 1989: 185-186. West 1992: 79 West 1992: 48, 79-80. Landels 1999: 77.

[11] Γενικά για τις αρχαίες ελληνικές άρπες βλ. Maas / McIntosh Snyder 1989: ……….. West 1992: 70, σημ. 97.

[12] βλ. σχετικά το κεφάλαιο Κολοτούρου σε αυτή την έκδοση.

[13] West 1992: 71 και σημ. 100 όπου παρατηρεί ότι και σε αυτή την περίπτωση ορισμένοι μελετητές ερμηνεύουν το όργανο ως λύρα.

[14] Ένα διάσημο παράδειγμα αυτής της σύγχισης ονομασιών και τύπων αποτελεί ο ομηρικός Ύμνος εις τον Ερμή (6ος αιώνας π.Χ.), όπου ο ποιητής ονομάζει το όργανο που κατασκευάζει ο θεός, χωρίς αμφιβολία μία λύρα με κοίλο ηχείο, με τις ονομασίες *κίθαρις, *φόρμιγξ, *λύρα και χέλυς. Βλ. σχετικά Barker 1984: 25 σημ. 19

[15] Βλ. π.χ. Πίνδ. Πυθ. 1.1. Το ζήτημα αυτό σχολιάζουν οι Barker 1984: 56 αρ. 26 και West 1992: 51 σημ. 7.

[16] Αριστ. Πολ. 1341a. Για τους συγγραφείς που διαχωρίζουν τους όρους κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. βλ. West 1992: 51 σημ. 8.

[17] Βλέπε επίσης τους όρους *βαρύμιτον, *Βάρμιτος, *βάρμος και *βάρωμος τους οποίους ορισμένοι συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας θεωρούν άλλες ονομασίες της βαρβίτου, ενώ οι Maas / McIntosh Snyder 1989: 113 πιστεύουν ότι *βάρμιτος, *βάρωμος και *βάρμος αποτελούν αιολικές ονομασία του οργάνου. Γενικά για την βάρβιτο βλ. Barker 1984: 264. Maas / McIntosh Snyder 1989: 113-122

[18] Βλ. και παραπάνω σημ. 27

[19] βλ. και παραπάνω σημ. 28

[20] Μιχαηλίδης 1989:  74, λ. βάρβιτος

[21] Βλ. σχετικά Barker 1984: 123, 264 σημ. 19 & 296 σημ. 181. West 1992: 58 σημ. 43. Landels 1999: 67.

[22] Μιχαηλίδης 1989: λ. βάρωμος

[23] Μιχαηλίδης 1989: 86 λ. δακτυλικός.

[24] Επίσης δάκτυλος είναι ο γνωστός μετρικός πους εξού και το δακτυλικόν μέτρον βλ. Μιχαηλίδης 1981: 86 λ. δάκτυλος.

[25] Μιχαηλίδης 1989: 100 λ. δίχορδος -ον.

[26] Μιχαηλίδης 1989: 110 λ. ελικών (με πηγές). Barker 1989: 319-22, 396, 498. West 1992: 241-242. Landels 1999: 135-136. Mathiesen 1999: 455-56.

[27] Μιχαηλίδης 1989: 117 λ. Ἐννεάχορδον (ασιατικής προέλευσης). Barker 1984: 298 αρ. 196 και 269 σημ. 41. Maas / McIntosh Snyder 1989: 201. O West 1992: 77 (τύπος άρπας).

[28] Sachs 1940137-38. Barker 1984: 17, 50, 270 σημ. 46. Μιχαηλίδης 1989: 120, λ. επιγόνειον. West 1992: 78-79 (με πηγές). Mathiesen 1999: 270.

[29] Η κρατούσα άποψη είναι ότι οι χορδές του οργάνου ήταν κουρδισμένες σε οκτάβες ανά ζεύγη οι παραγόμενοι φθόγγοι δεν ξεπερνούσαν τους είκοσι. βλ. σχετικά Μιχαηλίδης (ο.π. σημ. 55) και Barker 1984: 50.

[30] Reinach 1926: 126 σημ. 1: τύπος άρπας που παιζόταν σε οριζόντια θέση.

[31] Μιχαηλίδης 1989: 125 λ. επτάγωνον. Barker 1984: 178 σημ. 26. West 1992: 78.

[32] Μιχαηλίδης 1989: 146 λ. Ἰαμβύκη

[33] Ο West θεωρεί ότι η ετυμολογία αυτή αποτελεί μεταγενέστερη επινόηση και διατυπώνει την άποψη ότι πρόκειται για μία πρώιμη μορφή της ονομασίας *σαμβύκη, άρα πρόκειται για ένα είδος άρπας.

[34] Μιχαηλίδης 1989: 154 λ. κανών (με πηγές). West 1992: 241. Barker 1989: σποραδικά

[35] Μιχαηλίδης 1989: 161 λ. κιθάρα. Maas / McIntosh Snyder 1989: 60……………………..  Roberts 1981. West 1984……….. Landels 1999……………

[36] Οι ερευνητές δεν έχουν καταλήξει σχετικά με την προέλευση και την ετυμολογία των ονομασιών κιθάρα και κίθαρις, στους οποίους έχει αποδοθεί κατά καιρούς ανατολική, ινδο-ευρωπαϊκή, σημιτική καθώς και ελληνική προέλευση. Για το θέμα βλ. Maas / McIntosh Snyder 1989: 53-54. Ο West 1992: 50 σημ. 5. Ο Barker (1984: 25 σημ. 19) θεωρεί η επωνυμία Ἀσιάς (Ασιατική) σχετίζεται με την καταγωγή των σημαντικότερων κιθαρωδών από τον νησί της Λέσβου κοντά στην Μ. Ασία. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή η επωνυμία φανερώνει την προέλευση του οργάνου (Guillemin & Duchesne 1935: 117-124).

[37] Βλ. σχετικά Barker 1984: αρ. 9-10. Maas / McIntosh Snyder 1989: 4. Για την προέλευση του όρου βλ. παραπάνω σημ. 57.

[38] Ο Αριστόξενος δίνει τον γενικό ορισμό «η κίθαρις είναι η λύρα» [Περί Οργάνων FHG II, 286, αποσπ. 63].

[39] Μιχαηλίδης 1989: 166 λ. κινδαψός

[40] Μιχαηλίδης 1989: 169 λ. κλεψίαμβος. Barker 1984: 234 σημ. 185, 297. Maas / McIntosh Snyder 1989: 201. West 1992: 77.

[41] Ο West (1992: 77) παρατηρεί ότι πιθανόν η ονομασία δεν αναφέρεται σε κάποιον ιδιαίτερο οργανολογικό τύπο, αλλά σε ένα ήδη γνωστό όργανο σε ειδική χρήση.

[42] ΛΕΙΠΕΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[43] Μιχαηλίδης 1989: 197 λ. λυροφοίνιξ, ο οποίος αναφέρει πηγές που αφορούν τον *φοίνικα. Τα δύο όργανα ταυτίζει και ο Barker 1984: 264 σημ. 18.

[44] Μιχαηλίδης 1989: 199 λ. μάγαδις. Comotti 1983. Maas / McIntosh Snyder 1989: 40, 148, 149-50, 184, 202. Mathiesen 1999: 149, 236, 272-75.

[45] Από την άλλη ο Τελεστής αναφέρει την μάγαδι σε σχέση με ένα όργανο με πέντε ράβδους (;) και κεράτινη χροιά Η προβληματική αυτή πληροφορία έχει ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως από τους ερευνητές ως αναφορά στις πέντε ράβδους που σχηματίζουν το περίγραμμα μίας άρπας με ατρακτοειδές ηχείο (Commoti 1983), στην ομαδοποίηση των χορδών σε ανά τέσσερεις (Maas / McIntosh Snyder 1989: 149 ) ή στα δάκτυλα ενός εκτελεστή κατά την εκτέλεση ενός οργάνου τύπου λύρας με κεράτινους βραχίονες (Barker 1998).

[46] Barker 1984: 194 σημ. 35. Barker 1988. West 1992: 72-73 ο οποίος πιστεύει ότι η σύγχυση δημιουργήθηκε από τους μεταγενέστερους συγγραφείς, με πρώτο τον Αριστόξενο, οι οποίοι θεώρησαν ότι οι όροι *πηκτίς και μάγαδις αναφέρονται σε μουσικά όργανα.  Landels 1999: 41, 74.

[47] Μιχαηλίδης 1989: 215 λ. μονόχορδον. Barker 1984: 265 σημ. 23. Barker 1989: 56 σημ. 4 και αλλού σχετικά με τον υπολογισμό των διαστημάτων. West 1992: 80 & 240-41 γενικά για τα όργανα μέτρησης διαστημάτων.

[48] Σύμφωνα με τους Higgins /  Winnington Ingram 1958: 65 σε άλλο χειρόγραφο η ονομασία του οργάνου είναι πάνδουρος. βλ. και West 1992: 80

[49] Ανάγλυφη μαρμάρινη επιτύμβια στήλη από το Δίον, έξω από την Δ. πύλη των τειχών της αρχαίας πόλης. Δίον, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 5561. Ρωμαϊκοί χρόνοι. Dons desMuses 2003: 180 αρ. 70 με βιβλιογραφία (Β. Αλαμανή-Σουρή).

[50] Sachs 1940: 136-37. Μιχαηλίδης 1989: 239 λ.  πανδούραHiggins / Winnington Ingram 1958. Barker 1984: 265 σημ. 23. Maas / McIntosh Snyder 1989: 185-86. West 1992: 80 με αναφορά στις γραπτές πηγές. Mathiesen 1999: 283-86. Landels 1999: 77-78. Ο Ησύχιος αναφέρει ότι πανδούρα και πανδουρίς είναι ονομασίες για το όργανο ενώ πάνδουροςονομάζεται ο εκτελεστής του.

[51] Sachs 1940: 82, 137. Higgins / Winnington Ingram 1958: 66 σημ. 27 για πηγές. Maas / McIntosh Snyder 1989: 185. West 1992: 80 σημ. 144. Για αντίθετη άποψη βλ. Masson 1967: 91.

[52] Μιχαηλίδης 1989: 246 λ. παρίαμβος. West 1992: 77 σημ. 132.

[53] Μιχαηλίδης 1989: 248 λ. πεντάχορδον. West 1992: 60.

[54] Ο όρος εμφανίζεται σε ύστερους συγγραφείς επίσης με την σημασία της λύρας, κιθάρας, λαουτοειδούς και σύριγγας. Για συνολική θεώρηση του θέματος βλ. Μιχαηλίδης 1989: 249 λ. πῆκτις ή πηκτίς. Barker 1984: 132 σημ. 28 & 265 σημ. 21. Maas / McIntosh Snyder 1989: 147-148. West 1992: 71-75 με πηγές. West 1997. Mathiesen 1999: 274-75. Landels 1999: 75.

[55] O West (1992: 72) την ταυτίζει με τον τύπο με το καμπυλόσχημο ηχείο (κλειστού και ανοιχτού τύπου), ενώ ο Landels (1999: 75) θεωρεί πιθανή την ταύτιση με γωνιώδη ανοιχτή άρπα, ωστόσο κανείς από τους δύο δεν προβάλλει στέρεα επιχειρήματα για αυτή την ταύτιση.

[56] Μιχαηλίδης 1989: 250 λ. πήληξ. West 1992: 72 σημ. 106.

[57] Μιχαηλίδης 1989: 270 λ. πυθικόν που παρατηρεί ότι η λέξη μπορεί να θεωρηθεί και ως επίθετοWest 1992: 59, όπου αναφέρονται και πηγές για τους πυθικούς κιθαριστές.

[58] Μιχαηλίδης 1989: 279 λ. σαμβύκη. Landels 1966. West 1992: 75 που την ταυτίζει με την *ἰαμβύκη.

[59] Μιχαηλίδης 1989: 282 λ. σιμίκιον. West 1992: 78-79.

[60] Reinach 1926: 126 σημ. 1: τύπος άρπας που παιζόταν σε οριζόντια θέση. Sachs 1940: 137. West 1992: 78. Ο Μιχαηλίδης παρατηρεί ότι η άποψη αυτή δεν υποστηρίζεται από τις διαθέσιμες πηγές.

[61] Μιχαηλίδης 1989: 166 λ. κινδαψός. West 1992: 60

[62] Το όργανο αναφέρεται από τον Φίλλι τον Δήλιο [Περί Μουσικής στο: Αθήν. ΙΔ’, 636b] και τον Αναξίλα, απόσπ. 15 (Kock) (Αθήν. 4 Kaibel paragraph 81 line 1).

[63] Την πληροφορία αυτή επαναλαμβάνουν πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς: Αριστοφάνης, historiae animalium: 2.91 (χρησιμοποιείται για την εξημέρωση των ελεφάντων). Κλαύδιος Αιλιανός, Περί ζώων ιδιότητος 12, 44.15 (ονομάστηκε από την ινδική φυλή σκινδαψοί).

[64] Higgins / Winnington-Ingram: 66-67. Maas / McIntosh Snyder 1989: 185, 186. Mathiesen 1999: 284. Landels 1999: 78: λαουτοειδές. Μιχαηλίδης 1989: 166 λ. κινδαψός. West 1992: 60: τύπος λύρας.

[65] Μιχαηλίδης 1989: 286 λ. σπαδιξWest 1992: 60. Σπάδιξ ονομάζονταν και ο κλάδος φοινικιάς.

[66] Μάρκος Φάβιος Κοϊντιλιανός Institutio Oratoria I, X, 31. Νικόμαχος, Εγχ4 (εντατόν).

[67] Αθήν. Δ΄, 175d, 182-183a, 183d-f (Barker 1984: αρ. 188) ΙΔ’ 635c (Barker ………………) Herbig, 1929. Μιχαηλίδης 1989: 322 τρίγωνονBarker 1984: 50, 197 σημ. 47. Maas / McIntosh Snyder 1989: 150-51. West 1992: 72-73 (με πηγές).

[68] Μιχαηλίδης 1989: 325 λ. τρίπους. Barker 1984: 299 αρ. 196. West 1992: 226.

[69] Μιχαηλίδης 1989: 325 λ. τρίχορδον. Maas / McIntosh Snyder 1989: 186. West 1992: 80.

[70] Μιχαηλίδης 1989: 343 λ. φοίνιξ. West 1992: 59

[71] Μιχαηλίδης 1989: 343 λ. φοῖνιξ (άρπα). Barker 1984: 192 σημ. 12. West 1992: 59 (λύρα) και σημ. 50 για γραμματειακές πηγές. Mathiesen 1999: 236, 274 (ψαλτήριον).

[72] Έφορος FGrH 70 F4. Σκάμων [Περὶ Εὑρημάτων στο: Αθήν. ΙΔ’ 637b]. Για ξενική προέλευση μιλάει και ο Αριστόξενος [Αθήν. Δ’ 182f].

[73] Sachs 1940: 130. Μιχαηλίδης 1989: 344, λ. φόρμιγξ. Maas / McIntosh Snyder (1989): ……… Landels 1999: 47-48.

[74] Μιχαηλίδης 1989: 351 λ. χέλυς. Maas / McIntosh Snyder 1989: 36, 224 σημ. 65. West 1992: 50-51, 56.

[75] αγγλ. Cradle kithara, γερμ. Wiegenkithara. Αντίθετα οι Maas / McIntosh Snyder (1989: 139) θεωρούν ότι ο νέος τύπος αποτελεί μία εξέλιξη της αρχαϊκής φόρμιγγας για την οποία δεν υπάρχει λόγος να επινοηθεί μία διαφορετική ονομασία, ωστόσο όπως παρατηρεί ο Barker (1984: 14) ότι ο όρος φόρμιγξ ανήκει κατά κύριο λόγο στους ομηρικούς βάρδους και η χρήση του για μεταγενέστερους τύπους του οργάνου είναι καταχρηστική.

[76] Οι L. Talcott και B. Philippaki επισημαίνουν την δυσκολία στην ονομασία του οργάνου ως θρακική κιθάρα και προτείνουν την ονομασία κιθάρα με κεράτινους βραχίονες (horned kithara), ωστόσο και αυτή η ονομασία είναι προβληματική (Maas / McIntosh Snyder 1989: 145-147. West 1992: 55-56.

[77] Di Giulio 1988: 117-19. Maas / McIntosh Snyder 1989: 175-78, 192-93. West 1992: 56. Landels 1999: 168.

Οι οργανολογικοί τύποι των αεροφώνων της αρχαίας Ελλάδας

Λείψανα ηχητικών σωλήνων και εικονογραφικές μαρτυρίες μαρτυρούν την παρουσία αεροφώνων στον ελλαδικό χώρο από την προϊστορική περίοδο.[78] Τα αερόφωνα της αρχαίας Ελλάδας έχουν ως επί το πλείστον την μορφή ηχητικών σωλήνων (αυλών) στους οποίους η παραγωγή του ήχου γίνεται με όλους τους πιθανούς τρόπους δηλ. με πρόσκρουση της αναπνοής του εκτελεστή σε μία ακμή, με την χρήση γλωττίδας ή με την χρήση των χειλιών του εκτελεστή για την παραγωγή της αρχικής ταλάντωσης. Από τα αερόφωνα της αρχαίας Ελλάδας καθαρά μουσική χρήση φαίνεται να είχαν μόνοι οι *αὐλοί, ένα όργανο που έχει αισθητή παρουσία σε όλο το φάσμα της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής της αρχαίας Ελλάδας. Αντίθετα η χρήση των αερόφωνων με ακμή όπως η μονοκάλαμος και πολυκάλαμος *σύριγξ, φαίνεται να περιορίζεται σε βουκολικά συμφραζόμενα, ενώ όργανα με χειλική γλωττίδα όπως το φυσικό *κέρας, ο *κόχλος και η *σάλπιγξ φαίνεται να είχαν περιορισμένη λειτουργικότητα ως όργανα σινιάλων. Κατά την ελληνιστική περίοδο και προς το τέλος της αρχαιότητας εμφανίζονται στον ελλαδικό χώρο νέα αεροφώνα οργάνα, ως επι το πλείστον εισαγόμενα κυρίως από περιοχές της Μ. Ασίας και τις ελληνικές αποικίες στην Αίγυπτο, όπως ο *μόναυλος. Μία ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί αεροφώνου της αρχαιότητας αποτελεί ο *ἂσκαυλος. Η ετυμολογία της ονομασίας (ἀσκός + αὐλός) φανερώνει την μορφή του οργάνου, που αποτελείται σήμερα από έναν ή περισσότερους αυλούς προσαρμοσμένους σε έναν ασκό από δέρμα, ο οποίος τοποθετείται συνήθως κάτω από την μασχάλη του μουσικού και εξασφαλίζει συνεχή παροχή αέρα στους αυλούς κάτω από την πίεση του αγκώνα του. Τις βασικές λειτουργικές αρχές του *ἂσκαυλου αξιοποιεί ο πρόγονος του εκκλησιαστικού οργάνου, η *ὓδραυλις, μία ευφυής επινόηση της ελληνιστικής περιόδου, η οποία γνώρισε ευρεία διάδοση την ύστερη αρχαιότητα και τους βυζαντινούς χρόνους.

Οι ονομασίες των αεροφώνων της αρχαίας Ελλάδας

Ἄσκαυλος (ὁ)[79] Η πρώτη σαφής αναφορά σε αερόφωνο με ασκό προέρχεται από μία πηγή του 1ου αιώνα μ.Χ. [Μαρτιάλης 10.3.8], όπου συναντάμε τον λατινικό όρο ascaulesως ονομασία για τον εκτελεστή μουσικού οργάνου αυτού του τύπου. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον άσκαυλο πατήστε εδώ.

Αὐλός (ὁ) / Αὐλοί (οἱ), (λατ. tibia tibiae)[80] Το σημαντικότερο αερόφωνο των αρχαίων Ελλήνων, οι αυλοί αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε εκδήλωσης της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους αυλούς πατήστε εδώ.

Ἀθηνᾶ (ἡ)[81] Είδος αλών που αναφέρεται από τον Πολυδεύκη [IV, 77] χωρίς άλλη πληροφορία σχετικά με την κατασκευή του.

Γίγγλαρος (ὁ)[82]  Σύμφωνα με τον Πολυδεύκη [IV, 82] αιγυπτιακός αυλός  μικρού μήκους κατάλληλος για μοναυλία, παρατήρηση που πιθανόν υποδηλώνει ότι ο γίγγλαρος ήταν μονός αυλός με διάτρηση που επέτρεπε την εκτέλεση με δάχτυλα και των δύο χεριών (West 1992: 92).

Γίγγρας (ὁ), γιγγριάς (ὁ), γίγγραινος (ὁ)[83] Ο Ξενοφών [Αθήν. Δ’ 174f] περιγράφει τον γίγγρα ως αυλό μικρού μεγέθους (αὐλίσκος) φοινικικής καταγωγής με διαπεραστικό ήχο και πένθιμο χαρακτήρα, που ονομάστηκε από την φοινικική ονομασία του Άδωνη.[84]Σύμφωνα με την περιγραφή του ο γίγγρας είχε μήκος μίας παλάμης και χρησιμοποιούνταν για την διδασκαλία των αρχαρίων.

Δακτυλικός (ὁ)[85] Κατά τον Πολυδεύκη [IV, 82] είδος αυλού για την συνοδεία του ὑπορχήματος.

Ἒλυμοι αὐλοί (οἱ), φρύγιοι αὐλοί (οἱ)[86] Ζεύγος αυλών στο οποίο ο αριστερός ηχητικός σωλήνας είχε μεγαλύτερο μήκος από τον δεξί, ενώ στο άκρο του, προσαρμόζονταν κέρατο αγελάδας, το οποίο σχημάτιζε μία χαρακτηριστική κωνική απόληξη προς τα επάνω [Αθήν. Δ’ 185a]/ Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους έλυμους αυλούς πατήστε εδώ.

Ἐπιτόνιον (τό)[87] Αερόφωνο άγνωστου τύπου, το οποίο χρησιμοποιούνταν ως τονοδότης κατά την διδασκαλία του χορού. Ο West υποθέτει ότι επρόκειτο για αερόφωνο με ακμή το οποίο θα έδινε πιο καθαρό τόνο.

Ἰδοῦθοι (οἱ) Κατά τον Πολυδεύκη [IV, 77] είδος αυλών.

Ἱπποφορβός (ὁ)[88] Είδος λιβυκού αυλού με οξύ ήχο που χρησιμοποιούσαν οι ιπποτρόφοι. Ήταν κατασκευασμένος από ξύλο δάφνης με τον φλοιό βγαλμένο και καθαρισμένο από την εντεριώνη [Πολυδ. IV, 74].

Ἰυγξ (ὁ)[89] Ονομασία αερόφωνου που χαρακτηρίζεται ως *σύριγξ στις αρχαίες πηγές. Με την ίδια ονομασία αναφέρεται ένα πουλί, το οποίο με το κρώξιμό του λέγεται ότι μιμείται τον πλάγιο αυλό. Αναφέρεται ότι έχει έναν μαλακό ήχο με φύσημα.

Κέρας (τό), Κέρατο (τό).[90] Κέρατα ζώων, κυρίως αγελάδων, που χρησιμοποιούνταν ως αερόφωνα με χειλική γλωττίδα, για την παραγωγή σινιάλων. Στον Αθήναιο [Δ’ 174a] τα κέρατα συσχετίζονται με την *σάλπιγγα και αναφέρονται ως επινοήση των Ετρούσκων. Σύμφωνα με τον West η φαρδιά, κωνική του διατομή συντελούσε στην παραγωγή μαλακού τόνου.[91]

Κόχλος (ὁ)[92] Φυσικά αερόφωνα με χειλική γλωττίδα κατασκευασμένα από όστρακα, που χρησιμοποιήθηκαν από τους προϊστορικούς χρόνους ως όργανα μουσικών σινιάλων Όργανα αυτού του τύπου αναφέρονται σε σπάνιες περιπτώσεις στην γραμματεία των κλασικών χρόνων [Ευριπ. Ιφιγένεια εν Ταύροις 303]. Ήταν όργανα των απλών ανθρώπων, κυρίως της υπαίθρου και απεικονίζονται σπάνια στην εικονογραφία κυρίως στα χέρια θεοτήτων της θάλασσας (Τρίτωνες και Νηρηίδες).

Μάγαδις (ὁ)[93] Κατά τον Ίωνα τον Χίο [απόσπ. 23 (Snell)] τύπος λυδικού αυλού. Ο Αθήναιος [ΙΔ’ 634d-e] αναφέρει μία σειρά από συγγραφείς που αναφέρονται στον μάγαδι ως είδος αυλού. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η μαρτυρία του Τρύφωνα [Περὶ ὀνομασιῶν στο: Αθήν. ……..] ο οποίος ισχυρίζεται ότι ο μάγαδις αυλός παίζει έναν ψιλό και έναν χαμηλό φθόγγο ταυτόχρονα. Ο ίδιος ο Αθήναιος δεν δέχεται την ταύτιση της μαγάδεως με αυλό με το επιχείρημα ότι δεν αναφέρεται στο Περὶ αὐλῶν τρήσεως του Αριστόξενου.

Μόναυλος (ὁ), Μοναύλιον (τό)[94]. Αυλός αιγυπτικής προέλευσης σύμφωνα με τον Πολυδεύκη [IV, 75], ο οποίος προσθέτει ότι ο Σοφοκλής ανέφερε τον μόναυλο στο χαμένο κείμενο της τραγωδίας Θάμυρις ως το όργανο που έπαιζε το γαμήλιο αύλημα. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον μόναυλο πατήστε εδώ.

Πλαγίαυλος (ὁ)[95] Κατά τον Πολυδεύκη [IV, 74] αερόφωνο λιβυκής προέλευσης, που κατασκευαζόταν από ξύλο λωτού. Όπως μαρτυρεί το όνομά του κατά την εκτέλεση ο πλαγίαυλος κρατιόταν όπως το σύγχρονο φλάουτο. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον πλαγίαυλο πατήστε εδώ.

Πτερόν (τό)[96] Αερόφωνο άγνωστου τύπου. Η ονομασία θα μπορούσε να αφορά μία σύριγγα με ανισομήκεις ηχητικούς σωλήνες, το σχήμα της οποίας όπως παρατηρεί ο Πολυδεύκης [IV, 69] είναι παρόμοιο με αυτό του φτερού ενός πουλιού.

Σάλπιγξ (ἡ)[97] Αερόφωνο με χειλική γλωττίδα χρησιμοποιούνταν κατά την αρχαιότητα κυρίως για μουσικά σινιάλα. Στην εικονογραφία διακρίνονται δύο τύποι: Ο ελληνικός με χαρακτηριστικό ευθύ κυλινδρικό ηχητικό σωλήνα με μεγάλο μήκος και μικρή διατομή, που καταλήγει σε κώδωνα και ο μεταγενέστερος ανατολικός τύπος με ευθύ κωνικό σωλήνα. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την σάλπιγγα πατήστε εδώ.

Σκυτάλιον (τό)[98] Σύμφωνα με τον Πολυδεύκη [IV, 82] πολύ μικρός αυλός. Ο Αθήναιος [Δ’ 177a] αναφέρει ότι ο *ἔλυμος αυλός ονομάζονταν και σκυταλίας.

Στρόμβος (ὁ)[99] Ελικοειδές θαλάσσιο όστρακο. Σε πηγές της ελληνιστικής περιόδου αναφέρεται η χρήση του ως αερόφωνο με χειλική γλωττίδα.

Σῦριγξ (ἡ) (λατ. Fistula)[100] Οι συγγραφείς της αρχαιότητας χρησιμοποιούν τον όρο σύριγξ με την γενική του σημασία για να προσδιορίσουν τα αερόφωνα με ακμή και αναφέρουν δύο είδη την μονοκάλαμο και την πολυκάλαμο. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την σύριγγα πατήστε εδώ.

Τυρρηνός (ὁ), τυρσηνός (ὁ), τυρρηνικός (ὁ)[101] Κατά τον Πολυδεύκη [IV, 70] χαλκόδετο οξύφωνο αερόφωνο, που έμοιαζε με ανεστραμμένη σύριγγα.

Ὕδραυλις (ἡ), Ὕδραυλος (ὁ), ὑδραυλικόν ὂργανον (τό)[102] Επινόηση της ελληνιστικής εποχής, που αποδίδεται στον Κτησίβιο τον Αλεξανδρέα (3ος – 2ος αι. π.Χ.), ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση το δίδαξε στην σύζυγό του Θαΐδα (West 1992: 114).  Οι γνώσεις μας για την κατασκευή του οργάνου προέρχονται κυρίως από τις περιγραφές του Ήρωνα από την Αλεξάνδρεια [Πνευματικά 1.3] και του Βιτρούβιου [10.8], ο οποίος αναφέρεται σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο της εξέλιξής του. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ύδραυλη πατήστε εδώ.

Φρύγιοι αὐλοί (οἱ) βλ. λ. ἒλυμοι αὐλοί

Φυσαλλίς (ἡ)[103] Ονομασία, που εμφανίζεται στον Αριστοφάνη [Λυσιστράτη 1245-1246]. Ο M. L. West (1992: 109) δηλώνει με κάποια επιφύλαξη ότι πιθανόν να αποτελεί αναφορά σε *ἄσκαυλο, καθώς στην καθομιλουμένη ο όρος αναφέρεται συνήθως αντικείμενα που είναι φουσκωμένα και σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να υποδηλώνει τον ασκό του οργάνου.

Φῶτιγξ (ὁ)[104] Πλαγίαυλος κατασκευασμένος από ξύλο λωτού, αιγυπτιακής προέλευσης. Ο Αθήναιος μας πληροφορεί [Δ’ 182d] ότι έτσι ονομάζουν οι Αλεξανδρινοί τους λώτινους αυλούς, που κατασκευάζονται από ξύλο που φύεται στην Λιβύη. Ο όρος αναφέρεται πιθανόν σε αερόφωνο με ακμή.

[78] Βλ. κείμενο Κολοτούρου σε αυτή την έκδοση

[79] West 1992: 107-109. Baines 1979. Landels 1999: 73, 204. Di Giglio 2000: 27. GMO λ. Aulos (A. Bélis), λ. Bagpipe (W.A. Cocks κ.α.).

[80] Στην διεθνή μουσικολογική βιβλιογραφία η ονομασία συνηθίζεται να απαντάται στον ενικό αριθμό. Σύμφωνα με τον West (1992: 81 και σημ. 2) στις γραμματειακές πηγές ο όρος εμφανίζεται εξίσου συχνά στο ενικό και τον πληθυντικό αλλά όχι στον δυικό αριθμό. Άλλοι όροι που προφανώς αναφέρονται στο ίδιο όργανο είναι δίδυμοι αὐλοίδικάλαμος, δίζυγοι ή δίζυγες αὐλοί. Η βιβλιογραφία για τους αρχαίους ελληνικούς αὐλούς είναι εκτενέστατη. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα Howard 1893. Schlesinger 1939. Bodley 1946. Baines 1957. Landels 1968. idem 1981. idem 1999: 24-46. Μιχαηλίδης 19892: 62-69 λ. αυλόςWest 1992: 81-107. Mathiesen 177-94. ΛΕΙΠΕΙ η Bélis

[81]

[82] Βλ. επίσης και *νίγλαρος

[83] Μιχαηλίδης 1989: 83 λ. γίγγρας. West 1992: 92 με πηγές

[84] Βλ. και Πολυδ. IV, 76. Επίσης ένα είδος αυλήματος [Τρύφων  στο: Αθήνα. IΔ’, 618c, 9) και είδος χορού [Πολυδ. IV, 102].

[85] Μιχαηλίδης 1989: 86 λ. δακτυλικός

[86] Bélis 1986: 21-40. Μιχαηλίδης 1989: 100 λ. Ἒλυμος.West 1992: 89-91 με πηγές. Landels 1999: 42

[87] Μιχαηλίδης 1989: 123 λ. Ἐπιτόνιον. West 1992: 113-14 με πηγές. Επίσης ο κόλλαβος και το επιστόμιο των αυλών. Και οι δύο έννοιες συνδέονται με τον προσδιορισμό του τόνου.

[88] Μιχαηλίδης 1989: 150 λ. Ἱπποφορβός. West 1992: 94.

[89] West 1992: 113 με πηγές

[90] Barker 1984: 271 σημ. 49. West 1992: 121

[91] Οι ακουστικές ιδιότητες του κέρατος σχολιάζονται από τον Ψευδο-Αριστοτέλη [Περί Ακουστών 802a-b, Πορφύριος 71.32 κ.ε.] ο οποίος παρατηρεί ότι το κέρας πρέπει να ψήνεται για να βελτιώνεται ο ήχος του.

[92] Barker 1984: 87 σημ. 165. Μιχαηλίδης 1989: 174 λ. κόχλος. West 1992: 121 και κείμενο Κολοτούρου σε αυτό τον τόμο

[93] Μιχαηλίδης 1989: 199 λ. μάγαδις. Βλ. και *μάγαδις στα χορδόφωνα.

[94] Barker 1984: 259 σημ. 3. Μιχαηλίδης 1989: 214 λ. μόναυλος. West 1992: 92 με γραμματειακές και εικονογραφικές πηγές. Landels 1999: 167-68 (αυλός με γλωττίδα). Στην δωρική διάλεκτο της Κ. Ιταλίας μόναυλος ονομάζονταν ο *τιτυρινός αυλός (West 1992: 93). Το μοναύλιον αναφέρεται από τον Ποσειδώνιο [Αθήν. Δ’, 176c]. βλ. Μιχαηλίδης 1989: 214 λ. μοναύλιον

[95] Southgate 1915: 16. Schlesinger 1939: 78 κ.ε. Hickman 1952. Barker 1984: 264 σημ. 20. Μιχαηλίδης 1989: 251 λ. πλαγίαυλος. West 1992: 93, 144-145 με πηγές. Landels 1999: 71. Βλ. και *φώτιγξ.

[96] West 1992: 111 σημ. 133

[97] Μιχαηλίδης 1989: 278 λ. σάλπιγξ. West 1992: 119 με πηγές. Landels 1999: 71-79.

[98] Μιχαηλίδης 1989: 283 λ. σκυτάλιον

[99] Μιχαηλίδης 1989: 289 λ. στρόμβος. Βλ. και *κόχλος

[100] Haas …. Μιχαηλίδης 1989: 296 λ. σύριγξ. West 1992: 109-11. Landels 1999: 70. Επίσης, σύριγξ ονομάζονταν και το επιστόμιο του αυλού με μονή γλωττίδα (Schlesinger 1939: 54), καθώς και μία οπή ή εξάρτημα κοντά στο επιστόμιο των αυλών που διευκόλυνε την παραγωγή ήχων υψηλής συχνότητας (West 1992: 86).

[101] Μιχαηλίδης 1989: 330 λ. Τυρρηνός

[102] Μιχαηλίδης 1989: 331 λ. ύδραυλις. West 1992: 114-117. Barker 1984: 259-60. Σε δύο πηγές του 3ου αι. μ.Χ. αναφέρεται ο όρος Ύδρα, ενώ από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και μετά η ονομασία είναι απλώς όργανον. Ο Πολυδεύκης 4.70 για κάποιο λόγο το αποκαλεί ετρουσκικό αυλό (West 1992: 114 σημ. 152)

[103] Μιχαηλίδης 1989: 347 λ. φυσαλλίς. West 1992: 109

[104] Μιχαηλίδης 1989: 349 λ. φώτιγξ. West 1992: 113.

Κρουστά – Ιδιόφωνα και μεμβρανόφωνα

Κατά την αρχαιότητα τα μεβρανόφωνα και ιδιόφωνα όργανα εντάσσονταν από κοινού στα κρουόμενα ή αργότερα στα κρουστά όργανα με βάση την κοινή τεχνική εκτέλεσής. Τα κρουστά όργανα συνδέονταν κατά την αρχαιότητα κυρίως με την δήλωση του ρυθμού στην οργανική μουσική και την όρχηση, ιδιαίτερα των γυναικών και ως εκ τούτου καταλάμβαναν την χαμηλότερη θέση στην αξιολόγηση των μουσικών οργάνων της εποχής.

Οπωσδήποτε για την ρυθμική συνοδεία χρησιμοποιούνταν από την απώτατη αρχαιότητα ποικίλα αυτοσχέδια μέσα. Εικονογραφικές και φιλολογικές πηγές μας πληροφορούν ότι οι χορευτές συνήθιζαν να δηλώνουν τον ρυθμό χτυπώντας τα πόδια τους στο έδαφος ή άλλα μέρη του σώματός τους.[105] Κομμάτια από κοχύλια ή ξύλο, ελεφαντοστέινα και κεραμικά θραύσματα και άλλα υλικά χρησίμευαν κατά περίπτωση ως αλληλοκρουόμενα ιδιόφωνα για την ρυθμική συνοδεία της μουσικής και του χορού.[106] Σε εικονογραφικές πηγές συναντάμε ήδη από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. αλληλοκρουόμενα ιδιόφωνα, που παρουσιάζουν σαφώς διαμορφωμένα οργανολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία στην σχετική βιβλιογραφία ταυτίζονται συνήθως με την ονομασία *κρόταλα. Με αντίστοιχο τρόπο τα αλληλοκρουόμενα ιδιόφωνα με την μορφή μεταλλικών δίσκων ταυτίζονται σύμφωνα και με την σημερινή πραγματικότητα συνήθως με την ονομασία *κύμβαλα.Πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι ονομασίες όπως *κρόταλα, *κρέμβαλα, *κύμβαλα και *όστρακα φαίνεται να χρησιμοποιούνται συχνά χωρίς διάκριση από τους συγγραφείς της αρχαιότητας και η ταύτισή τους με τους ποικίλους τύπους αλληλοκρουόμενων ιδιοφώνων που συναντάμε στην εικονογραφία δεν είναι πάντοτε ασφαλής.

Σε ό,τι αφορά τα μεμβρανόφωνα όργανα της αρχαιότητας με βάση τις διαθέσιμες εικονογραφικές μαρτυρίες πιθανολογείται ότι ο πιο συνηθισμένος τύπος ήταν αυτός του ταμπούρου, δηλ. του τυμπάνου με στεφάνη μικρού ύψους και μία ή δύο μεμβράνες κρούσης.

Οι ονομασίες των ιδιοφώνων και μεμβρανοφώνων

Ἂσκαρος (ὁ) Σύμφωνα με τον Πολυδεύκη (IV, 60) ιδιόφωνο μουσικό όργανο που κάποιοι ταυτίζουν με την *ψιθύρα.

Βάταλον (τό)[107] Σύμφωνα με τον Παυσανία (Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή λ. κρουπέζαι) άλλη ονομασία για το κρουπέζιον. Η πληροφορία επαναλαμβάνεται από μεταγενέστερους συγγραφείς.[108]

Δίσκος (ὁ)[109] Επικρουόμενο ιδιόφωνο με μορφή μεταλλικού δίσκου με μία τρύπα στην μέση που τον κρεμούσαν από ένα κορδόνι και χτυπούσαν με κρουστήρα [Σέξτος Εμπειρικός, Προς Μαθηματικούς V, 28]. Τον 6ο αιώνα π.Χ. ο Πυθαγόρειος φιλόσοφος Ίππασος ο Μεταποντίνος επινόησε μία συστοιχία τεσσάρων δίσκων με την ίδια διάμετρο και διαφορετικό πάχος με σκοπό να μελετήσει την παραγωγή των συμφώνων διαστημάτων.

Ἠχεῖον (τό)[110] Αλληλοκρουόμενο ιδιόφωνο. Στην Λατρεία της Δήμητρας ήταν το μυστικό όνομα για τον *κύμβαλα, που έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην λατρεία.

Κρόταλα (τά)[111] Αλληλοκρουόμενο ιδιόφωνο. Όπως φαίνεται από τις εικονογραφικές μαρτυρίες τα αρχαία κρόταλα αποτελούνται από δύο επιμήκη στελέχη ελαφρά πλατύτερα στις απολήξεις, ενωμένα στην βάση τους πιθανόν με σκοινί ή δέρμα. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα κόταλα πατήστε εδώ.

Κρέμβαλα (τά)[112] Τα κρέμβαλα αναφέρονται συχνά στα ίδια συμφραζόμενα με τα *κρόταλα και θεωρείται πιθανόν οι δύο όροι να χρησιμοποιούνταν χωρίς διάκριση για τα αλληλοκρουόμενα ιδιόφωνα που κατασκευάζονταν από ξύλο, μέταλλο, όστρακα ή κεραμίδια. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την κρέμβαλα πατήστε εδώ.

Κρουπέζιον (τό), Κρούπαλον (τό) (λατ. scabellumscabilium)[113] Αλληλοκρουόμενο ιδιόφωνο, το οποίο περιγράφεται από τον Πολυδεύκη ως ένα ξύλινο παπούτσι που χρησιμοποιούνταν για να χτυπά τον χρόνο. Ο ποιητής Κρατίνος [Πολυδ. VII, 87] ονόμαζε τους Βοιωτούς κρουπεζοφόρους επειδή συνήθηζαν να χτυπούσαν τον χρόνο κατά την αύληση. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το κρουπέζιον πατήστε εδώ.

Κύμβαλα (τά) (λατ. cymbala)[114] Όργανα ασιατικής προέλευσης, τα κύμβαλα διαδόθηκαν στην Ελλάδα μαζί με τις οργιαστικές λατρείες της Κυβέλης και αργότερα του Διονύσου. Αποτελούνται από δύο μεταλλικούς δίσκους με μικρή σχετικά διάμετρο. Εσωτερικά εμφανίζουν μία σχετικά αβαθή κοιλότητα που ενισχύει τα ακουστικά τους χαρακτηριστικά. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα κύμβαλα πατήστε εδώ.

Κώδων (ὁ)[115] Επικρουόμενο ιδιόφωνο κατασκευασμένο από μεταλλικό κράμμα με την μορφή ανάποδου κυπέλλου που κρούονταν από εσωτερικό γλωσσίδι. Κώδωνες μικρού σχετικά μεγέθους απεικονίζονται στην απουλική εικονογραφία στα χέρια νέων ανδρών, όπου ενίοτε συνδυάζονται με το *τύμπανον και τους *αὐλούς.

Ὄστρακα (τά)[116] Αυτοσχέδιο αλληλοκρουόμενο ιδιόφωνο από θραύσματα κεραμικών αγγείων. Ο όρος εμφανίζεται στον Αριστοφάνη [Βάτραχοι 1296-1318] σε σχέση με τον χορό μίας εταίρας.

Πλαταγή (ἡ) Με βάση την ετυμολογία της λέξης μουσικό όργανο που ηχεί με κρούση. Η κουδουνίστρα που δίνουν στα νήπια, η οποία ήταν επινόηση του Αρχύτα, σύμφωνα με την μαρτυρία του Αριστοτέλη (Πολιτ. 1340b), ο οποίος προσθέτει ότι για την εκτέλεσή της ως μουσικό όργανο απαιτείται μουσική παιδεία. Η πλαταγή απεικονίζεται σπανιότατα στην τέχνη,[117] ωστόσο αγγειοειδή σειόμενα ιδιόφωνα αυτού του τύπου κατασκευασμένα από πηλό έχουν βρεθεί σε ταφή στην αρχαία Θήρα.[118]

Ῥόμβος (ὁ)[119] Ο ῥόμβος είχε την μορφή ενός πλακιδίου με κυκλικό ή ρομβοειδές σχήμα με δύο οπές στο κέντρο του από τις οποίες περνούσαν δύο κορδόνια. Το πλακίδιο περιστρέφονταν όταν ο εκτελεστής τέντωνε ή χαλάρωνε τα κορδόνια παράγοντας έναν βόμβο, το τονικό ύψος του οποίου εξαρτώνταν από την ταχύτητα περιστροφής. Ο ῥόμβος δεν ήταν μουσικό όργανο καθ’ αυτό αλλά περισσότερο ένα ηχητικό αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιούνταν σε μαγικές τελετές για την προσέλκυση ερωτικού συντρόφου [Θεόκριτος Ειδύλλια 230] και την Διονυσιακή λατρεία, συχνά σε συνδυασμό με τα *τύμπανακαι τα *κύμβαλα [Ευριπ. Ελένη 1362]. Στην εικονογραφία τοποθετείται στα χέρια γυναικών ενώ αποτελεί ένα από τα εμβλήματα του Έρωτα σε απουλικά αγγεία. Στο ίδιο όργανο πιστεύεται ότι αναφέρεται και η ονομασία ἲυγξ.

Ῥόπτρον  (τό)[120] Ο Πλούταρχος [Κράσσος 23, 9] περιγράφει ότι το ρόπτρον ως ένα κοίλο όργανο κατασκευασμένο από δέρμα στο οποίο προσαρμόζονταν χάλκινα κύμβαλα ή κώδωνες (ἠχεῖα) (;), το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Πάρθοι στην πορεία προς την μάχη. Αναφέρεταi επίσης ότι χάλκινα ρόπτρα χρησιμοποιούσαν οι κορύβαντες στις τελετές τους [Παλατινή Ανθολογία 6.165]. Η ακριβής φύση του οργάνου δεν είναι γνωστή. Ο West εκφράζει την άποψη ότι πρόκειται για έναν ιδιαίτερο τύπο *κυμβάλων της ρωμαϊκής περιόδου, που προσαρμόζονταν σε διχαλωτό ευλύγιστο καλάμι τα οποία λειτουργούσαν ως αλληλοκρουόμενα όταν σείονταν λαμβάνοντας υπόψη και την κυριολεκτική έννοια της λέξης, που υποδεικνύει δύο συνδεδεμένα μεταξύ τους στελέχη που κάνουν θόρυβο όταν συγκρούονται (βλ. και *κρέμβαλα).

Σεῖστρον (τό)[121] Σειόμενο ιδιόφωνο. Το όργανο σχηματίζεται από ένα πεταλόσχημο ηχείο που προσαρμόζεται σε κάθετη λαβή. Στο εσωτερικό του πετάλου προσαρμόζονται χαλαρά δύο έως τρεις εγκάρσιες ράβδοι, οι οποίες μετακινούνται με το σείσιμο παράγοντας ήχο. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το σείστρον πατήστε εδώ.

Τύμπανον (τό) & Τύπανον (τό) (λατ. tympanum)[122] Ο Ευριπίδης μας πληροφορεί ότι το τύμπανον είχε την μορφή ενός κύκλου με τεντωμένες δερμάτινες μεβράνες [Βάκχαι 124-125]. Πρόκειται για ένα ταμπούρο με στεφάνη μικρού ύψους στο άνοιγμα της οποία τεντώνονταν τουλάχιστον μία μεμβράνη, ενίοτε κατασκευασμένη από δέρμα ταύρου. Από εικονογραφικές πηγές γίνεται σαφές ότι η διάμετρος της στεφάνης ποίκιλε σημαντικά και είναι πιθανόν να υπήρχαν διαφορετικά μεγέθη για διαφορετικές χρήσεις. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το τύμπανον πατήστε εδώ.

Ψιθύρα (ἡ) O Πολυδεύκης [IV, 60] μας πληροφορεί ότι πρόκειται για μία λιβυκή επινόηση των Τρωγλοδυτών με τετράγωνο σχήμα και σπειροειδή ελάσματα, τα οποία όταν μετακινούνται κάνουν έναν ήχο παρόμοιο με του *κροτάλου. Κάποιοι, μας πληροφορεί, ταυτίζουν την ψιθύρα με τον ἂσκαρο.

Όργανα γνωστά μόνο από εικονογραφικές πηγές

Χαλκόφωνον (τό)[123] Συμβατική ονομασία ενός οργάνου σε σχήμα μικρής σκάλας, που αποδίδεται συχνά στην τέχνη της Κάτω Ιταλίας. Η ανακάλυψη οργάνων αυτού του τύπου σε γυναικείες ταφές που χρονολογούνται στον 8ο αιώνα π.Χ. στην Κάτω Ιταλία, έλυσε αρκετά ζητήματα που αφορούν την μορφή του, αποκαλύπτοντας ότι ήταν κατασκευασμένο από μέταλλο, ενώ γύρω από κάθε εγκάρσια ράβδο (που αριθμούν από 10 έως 15 σε κάθε όργανο) περιελίσσονταν χαλαρά ένα σπειροειδές χάλκινο έλασμα.[124] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το χαλκόφωνο πατήστε εδώ.

[105] Χορευτές που χτυπούν παλαμάκια μαρτυρούνται σε γραπτές και εικονογραφικές μαρτυρίες από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. Βλ. West 1992: 123 σημ. 203 με πηγές.

[106] Landels 1999: 81. West 1992: 123 σημ. 207 με πηγές.

[107] Μιχαηλίδης 19892: 76 λ. Βάταλον.

[108] Φώτιος Λεξικόν λ. κρουπέζαι, Σχόλια στον Αισχύνη 1.126

[109] Μιχαηλίδης 19892: 100 λ. δίσκος. Sachs 1940: 149-150

[110] Ο όρος έχει πολλές σημασίες. Επίσης, το ηχείο των χορδόφωνων οργάνων, τα δοχεία που τοποθετούνταν σε κοίλα μέρη των αρχαίων θεάτρων για την μετάδοση των ήχων στο κοινό.

[111] Μιχαηλίδης 1989: 175 λ. κρόταλα. Barker 1984: 76 σημ. 89. West 1992: 123 με πηγές. Landels 1999: 83.

[112] West 1992: 125 και σημ. 216 με πηγές. Ο όρος κρεμβαλιαστύν χρησιμοποιείται στον ομηρικό Ύμνος στον Απόλλωνα …..] για τα ιδιαίτερα γλωσσικά ιδιώματα των ανθρώπων και πολλοί μελετητές τον συνδέουν με τον ιδιαίτερο ήχο των κροτάλων ή την ρυθμική τους λειτουργία (Barker 1984: 40 σημ. 4)

[113] Μιχαηλίδης 19892: 176 λ. κρουπέζιον. West 1992: 124 και σημ. 124 για φιλολογικές πηγές. Σε πολύ μεταγενέστερες φιλολογικές μαρτυρίες συναντάμε με την ίδια σημασία τις ονομασίες κρούπεζα [Φώτιος, Λεξ. Κ] και κρουπάλιον.

[114] Μιχαηλίδης 19892: 178 λ. κύμβαλα.

[115] West 1992: 177.

[116] Μιχαηλίδης 19892: 237 λ. ὂστρακον.

[117] βλ. σχετικά κεφάλαιο Κολοτούρου σε αυτό τον τόμο.

[118] Θήρα, Αρχαιολογικό Μουσείο 1719, 1720. 550-525 π.Χ. Μουσών Δώρα 184 λ. 74.

[119] Tavenner 1933. Gow 1934. Μιχαηλίδης 19892: 275 λ. ρόμβος.

[120] Μιχαηλίδης 1989: 275 λ. ρόπτρον. West 1992: 126.

[121] Μιχαηλίδης 1989: 281 λ. σείστρον. West 1992: 124

[122] Για το τύμπανον βλ. Μιχαηλίδης 1989: 328. West 1992: 124 σημ. 211-212 με πηγές. Landels 1999: 81

[123] Lepore 1991. Zschätzsch 2003

[124] Παρόμοια όργανα αποδίδονται σε μία φοινικική ή συριακή ελεφαντοστέινη πυξίδα από το Nimrud από την ίδια περίοδο. Βλ. σχετικά West 1992: 126. Το καλύτερα διατηρημένο εύρημα το οποίο προέρχεται από μία ταφή, όπου επίσης εντοπίστηκαν και μία συστοιχία από 16 αυλούς ίσου μήκους και μία συστοιχία από μεταλλικούς δίσκους με σταδιακά αυξανόμενη διάμετρο, οι οποίοι πιθανόν προέρχονταν από κάποιο είδος σείστρου.

Πρόσφατα Νέα